Το «πρώτη φορά αριστερά» που προέκυψε από τις τελευταίες εκλογές του Ιανουαρίου επιτρέπει στο ΣΥΡΙΖΑ να βαδίζει με μεγαλύτερη πίστωση χρόνου και ανοχή από ότι τα άλλα κόμματα που στο παρελθόν είχαν ασκήσει εξουσία. Έτσι, πολλές παλινωδίες, αθετήσεις και πολιτικά φάουλ δεν αξιολογούνται από το εκλογικό σώμα με ιδιαίτερη αυστηρότητα, αν πάρουμε ως δεδομένο τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων.
Σε επικοινωνιακό δε επίπεδο, η Κυβέρνηση έχει επιτυχίες, γεγονός που οφείλεται στην πίεση που δέχτηκε η κοινωνία τα τελευταία 5 χρόνια. Γι αυτό και η πλειοψηφία των πολιτών στέκεται περισσότερο στους συμβολισμούς, παρά στο αποτέλεσμα, που ακόμη είναι άγνωστο.
Σε ένα σημείο όμως, η αριστερά στην χώρα μας έχει χάσει και μάλιστα, σε στρατηγικό επίπεδο. Η σύμπραξη με τον Καμμένο έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να καλλιεργηθεί ένα εθνικιστικό (και όχι πατριωτικό) κλίμα και ήδη, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε έναν ανταγωνισμό εθνικιστικής ρητορείας με τον κυβερνητικό του εταίρο.
Και βέβαια,το πρόβλημα για την «αριστερά» θα προκύψει, καθώς όταν θα έχει ξεφύγει τελείως εκτός ορίων η συνθηματολογία των ΑΝΕΛ, συνεπικουρούμενη από την άσχημη οικονομική και κοινωνική κατάσταση, τότε δεν θα υπάρχει επιστροφή. Μπορεί, σήμερα, ο Καμμένος να θυσιάζει το έντονο ύφος στις πάγιες θέσεις του για μετανάστες, μακεδονικό, εθνικά θέματα για μια θέση στην εξουσία, και να περιορίζεται μόνο σε δηλώσεις στο επίπεδο της οικονομικής αντιπαράθεσης με την Ε.Ε., αλλά αν βρεθεί μπροστά σε μια εκλογική αναμέτρηση θα σκληρύνει τη στάση του για να διεκδικήσει ψήφους από τον βασικό κορμό των ψηφοφόρων του.
Η προσπάθεια του Ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ να αιτιολογήσει το θέμα παρομοιάζοντας το με την περίοδο συνεργασίας ΠΑΣΟΚ -ΝΔ με τον Καρατζαφέρη ήταν ατυχής, καθώς ο Καρατζαφέρης ήταν επιπρόσθετη δύναμη στη συγκυβέρνηση ΝΔ με ΠΑΣΟΚ (δεν καθόριζε δηλαδή την αυτοδυναμία) και επιπλέον, ο επίσης εθνικιστής Καρατζαφέρης, υπολείπεται σοβαρά του μαραθώνιου δηλώσεων του Καμμένου.
Στην αντιπαράθεση της Κυβέρνησης με Σούλτς, πέρα από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τις δηλώσεις του έχει σταθεί σχετικά υποστηρικτικά απέναντι στην χώρα μας και δεν είναι έξυπνο να τον βάζεις απέναντι, θα σημειώσουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η Ε.Ε. και το Ευρωκοινοβούλιο τάσσεται ενάντια σε ξενοφοβικά και εθνικιστικά κόμματα και μάλιστα με τη συμμετοχή της Ελλάδας.
Αν κάνουμε μια μικρή αναδρομή στα 1999, στις εθνικές εκλογές στην Αυστρία, το κόμμα FPÖ με επικεφαλής τον Jörg Heider βγήκε δεύτερο σε δύναμη κόμμα (μετά το SPÖ) και σχημάτισε κυβέρνηση με το συντηρητικό κόμμα ÖVP.
Επειδή θεωρήθηκε κόμμα με ακροδεξιές ιδέες, η Ε.Ε. προχώρησε σε διπλωματικές ενέργειες αποκλεισμού της τότε κυβέρνησης. Στις αποφάσεις αυτές ήταν σύμφωνη και η Ελλάδα. Φυσικά, κανένα κόμμα, ούτε της αριστεράς ούτε του κέντρου εναντιώθηκε στις αποφάσεις τις Ε.Ε. Ένω πρέπει να τονίσουμε ότι ο ίδιος ο Heider δεν συμφωνούσε με τον χαρακτηρισμό του κόμματος του ως ακροδεξιό.
Σαφώς και η απόφαση κάθε λαού είναι σεβαστή, όπως επίσης, και στο δικαίωμα των εταίρων να ασκούν κριτική υπάρχει ένα όριο. Φυσικά, ακόμη και να συζητάν μια ενδεχόμενη αποπομπή του Υπουργού Οικονομικών είναι λάθος και δεν έχουν δικαίωμα, αλλά το να σχολιάζουν μια συγκυβέρνηση που έχει στη σύνθεσή της ένα εθνικιστικό κόμμα δεν είναι κατακριτέο. Άλλωστε, ποια η διαφορά του Καμμένου από την Λεπέν, την οποία έχουν πολλάκις κριτικάρει οι εταίροι;